διχρωμία

διχρωμία
η
1. το να έχει κανείς δύο χρώματα.
2. τρόπος εκτύπωσης κειμένου ή εικόνας με δύο χρώματα: Η έκδοση του περιοδικού γίνεται σε διχρωμία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διχρωμία — Στην τυπογραφική ορολογία δ. είναι η εκτύπωση με τη χρήση δύο χρωμάτων. Η μέθοδος αυτή εκτύπωσης εικόνων δίνει ένα σχετικό αποτέλεσμα, με την παράλειψη ορισμένων πεδίων του φάσματος, που πλησιάζει την πολυχρωμία. Χρησιμοποιείται όταν επιδιώκεται… …   Dictionary of Greek

  • διχρωμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διχρωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γεώργιο Α. Κρίνο] …   Dictionary of Greek

  • ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • διχρωμικός, -ή, -ό — διχρωμικός, ή, ό, 1. αυτός που αναφέρεται στη διχρωμία: Έκδοση διχρωμική. 2. (χημ.), αυτός που περιέχει διχρωμικό οξύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”